Η μορφὴ τοῦ ἁγίου Λουκᾶ δὲν λάμπει μόνο σήμερα ποὺ ἐπισήμως (ἀπὸ τὸ
1995) ἔχει ἀναγνωρισθεῖ ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀπὸ παλαιότερα ἀκόμη ἡ μορφή του εἶχε ξεπεράσει τὰ σιδερόφραχτα σύνορα τῆς Ρωσίας, τότε ΕΣΣΔ ( Ἑνώσεως Σοβιε
τικῶν Σοσιαλιστικῶν Δημοκρατιῶν). Εἶχε ἤδη δημοσιευθεῖ τὸ 1962 (στο περιοδικό ο Σωτήρ)
ἕνα χρόνο μετὰ τὴν κοίμησή του (11 Ἰουνίου 1961), σημαντικὸ κείμενο γιὰ
τὴ μορφή του κατὰ μετάφραση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ir ´enikon. Τὸ ἀναδημοσιεύουμε τώρα,
διότι εἶναι σπουδαιότατο, καθὼς ἀποτελεῖ ἐξιστόρηση τοῦ ἰδίου τοῦ ἁγίου Λουκᾶ γιὰ
τὴν περιπετειώδη καὶ θαυμαστὴ ζωή του.
” Στὸ φιλορθόδοξον περιοδικὸν «Εἰρηνικόν» (Irénikon) ἐδημοσιεύθη
ἐνδιαφέρουσα περίπτωσις διασήμου Ρώσσου καθηγητοῦ τῆς Ἰατρικῆς, ὁ ὁποῖος,
παρὰ τοὺς διωγμοὺς τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἐχειρο-
τονήθη ἐπίσκοπος. Καθὼς γράφει τὸ «Εἰρηνικόν», τὸ περιστατικὸν ἀναφέρει ἡ Ρωσ-
σικὴ «Φιλολογικὴ Ἐφημερὶς» τῆς 28 Ἀπριλίου 1962. Πρόκειται διὰ τὸν Σεβα-
σμιώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Συμφερουπόλεως καὶ Κριμαίας κ. Λουκᾶν.
Προτοῦ χει-
ρονονηθῇ ἦτο διάσημος χειροῦργος καθηγητής, βραβευθεὶς τὸ 1946 μὲ τὸ βραβεῖον
Στάλιν διὰ τὰς ἐπιστημονικὰς ἐπὶ τῆς χειρουργικῆς ἐργασίας του, ὀνομαζόμενος ΒόϊνοΓιασενέτσκιζ (VoinoJasenetskij). Ἰδοὺ πῶς ὁ ἴδιος ἐξιστόρησε τὰ κατ’ αὐτὸν τὴν 27ην Ἀπριλίου, ἡμέραν τῆς 80ῆς ἐπετείου τῶν γενεθλίων του.
«Δὲν θὰ ἐπεθύμουν νὰ θεωρηθῇ ὡς
αὐτοέπαινος αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς διηγηθῶ.
Σᾶς λέγω ἐν πάσῃ εἰλικρινείᾳ ὅτι δὲν ἐπιδιώκω προσωπικὴν δόξαν, ἀλλὰ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.
Εἰς τὸ βιβλίον τοῦ Τωβὶτ
διαβάζομεν αὐτοὺς τοὺς βαρυσημάντους λόγους:
“ Ἐπιβάλλεται νὰ κρατῇ κανεὶς τὸ μυστικὸν τοῦ βασιλέως, ἐνῶ ἀντιθέτως ἐπιβάλλεται νὰ ἀποκαλύπτῃ καὶ νὰ διακηρύττῃ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ” (Τωβ. ιβ΄ 7).
Ἀκριβῶς τὰ μεγάλα ἔργα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐφανερώθησαν εἰς τὴν ζωήν μου ἐπιθυμῶ νὰ σᾶς ἀφηγηθῶ. Γνωρίζω ὅτι ὑπάρχει μέγα πλῆθος ἀνθρώπων ποὺ διερωτῶνται πῶς ἠδυνήθην, ἀφοῦ ἔφθασα εἰς τὸν κολοφῶνα τῆς ἐπιστημονικῆς δόξης, ἀφοῦ ἔγινα διάσημος σοφὸς καὶ μεγάλος χειροῦργος, πῶς ἠμπόρεσα νὰ ἐγκαταλείψω τὴν σοφίαν καὶ τὴν χειρουργικὴν καὶ νὰ γίνω ἕνας κήρυξ τοῦ Εὐαγγελίου
τοῦ Χριστοῦ.
Ἐκεῖνοι ποὺ κάνουν τοιαύτας σκέψεις διαπράττουν ἕνα μεγάλο σφάλμα, ἐφ’ ὅσον νομίζουν ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ συμβιβασθῇ ἡ ἐπιστήμη μὲ τὴν θρησκείαν. Μία τοιαύτη γνώμη εἶναι ὅλως διόλου ἐσφαλμένη.
Ἡ ἱστορία τῆς ἐπιστήμης μᾶς πληροφορεῖ ὅτι οἱ μεγάλοι σοφοί, ὡς ὁ Γαλιλαῖος, ὁ Νεύτων, ὁ Κοπέρνικος, ὁ Παστέρ, ὁ ἰδικός μας μέγας φυσιολόγος Παυλὼφ ἦσαν βαθύτατα προσηλωμένοι εἰς τὴν
θρησκείαν. Γνωρίζω ὅτι καὶ μεταξὺ τῶν συγχρόνων καθηγητῶν μας ὑπάρχουν πολλοὶ οἱ ὁποῖοι πιστεύουν. Μοῦ ζητοῦν μάλιστα τὴν εὐλογίαν. Ἀλλ’ αὐτὸ δὲν θὰ ἠμπορέσουν νὰ τὸ ἀντιληφθοῦν ἐκεῖνοι ποὺ μὲ ἐπικρίνουν διότι ἔγινα ἱερεὺς καὶ ἐπίσκοπος. Ἂς τοὺς ἀφήσωμεν νὰ διάγουν ἐν εἰρήνῃ.
Ὀφείλω ὅμως νὰ σᾶς ὁμολογήσω ὅτι καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος θεωρῶ ἐκπληκτικὸν καὶ ἀκα-
τανόητον αὐτὸ ποὺ ἔκαμεν εἰς ἐμὲ ὁ Θεός. Ἐν τούτοις, ἀναπολῶν τὴν ζωήν μου εἰς
τὸ παρελθόν, διακρίνω καθαρά, χωρὶς νὰ εἰξεύρω τὸ πῶς, ὅτι ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν
πρώτην μου νεότητα, μὲ ὡδήγησε πρὸς τὴν Ἱερωσύνην, τὴν ὁποίαν οὐδέποτε εἶχα
σκεφθῆ, δοθέντος ὅτι ἠγάπων μὲ πάθος τὴν χειρουργικήν, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχον ἀφι-
ερωθῆ μὲ ὅλην μου τὴν ψυχήν. Αὐτὸ τὸ ἐπάγγελμα ἱκανοποιοῦσε πλήρως τὸν πό-
θον μου, τὸν ὁποῖον εἶχον πάντοτε, νὰ ὑπηρετήσω τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς θλιβομέ-
νους καὶ νὰ ἀφιερώσω ὅλας τὰς δυνάμεις μου ἀνακουφίζων τὰς θλίψεις των καὶ βο-
ηθῶν εἰς τὰς ἀνάγκας των.
Μὲ κάποιαν κατάπληξιν σκέπτομαι αὐτὸ ποὺ μοῦ συνέβη πρὸ 60 ἐτῶν, ὅταν ἐτελείωσα τὸ Λύκειον καὶ ἐλάμβανον κατὰ τὴν ἀποχαιρετιστήριον τελετὴν ἐκ μέρους τοῦ Διευθυντοῦ τὸ ἀπολυτήριον ἐντὸς ἑνὸς τόμου Καινῆς Διαθήκης. Ἐδιάβαζα τὴν Καινὴν Διαθήκην προηγουμένως, ἀλλὰ τότε τὴν ξαναδιάβασα ἀπὸ τὴν ἀρχὴν ἕως τὸ τέλος. Ὑπεγράμμισα δὲ ὅ,τι μοῦ ἔκαμεν ἰσχυροτέραν ἐντύπωσιν.
Τίποτε δὲν μὲ ἐξέπληξε περισσότερον ὅσον οἱ λόγοι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς Ἀποστόλους ἐμπρὸς εἰς ἕνα ἀγρὸν μὲ σῖτον ὥριμον:
“ Ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι·
δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ ὅπως
ἐκβάλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμὸν αὐτοῦ” (Ματθ.θ΄ 3738).
Οἱ λόγοι αὐτοὶ ἔκαμαν νὰ ἀνασκιρτήσῃ ἡ καρδία μου καὶ νὰ ἀναφωνήσω εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς μου: “Πῶς συμβαίνει, Κύριε, νὰ ὑπάρχουν τόσον ὀλίγοι ἐργάται εἰς τὸν ἀγρὸν τὸν ἰδικόν Σου;”. Καὶ συνεκράτησα τοὺς λόγους αὐτοὺς εἰς ὁλόκληρον τὴν ζωήν μου.
Πολλὰ χρόνια ἐπέρασαν ἔκτοτε. Κατόπιν
μιᾶς διατριβῆς περὶ τῆς τοπικῆς ἀναισθησίας ἀνεκηρύχθην διδάκτωρ τῆς Ἰατρικῆς
καὶ μοῦ ἀπενεμήθη σημαντικὸν βραβεῖ
ον. Ἐν συνεχείᾳ ἐγκατεστάθην ὡς ἰα
τρὸς εἰς τὴν ἐπαρχίαν. Ἐθεράπευον τοὺς χωρικοὺς καὶ τοὺς ἐργάτας, καὶ αὐτὸ μοῦ ἔδιδε βαθεῖαν ἱκανοποίησιν.
Μετὰ παρέλευσιν πολλῶν ἐτῶν ἠθέλησα νὰ γράψω ἕνα σύγγραμμα περὶ τῆς χειρουργικῆς τῶν πυορροουσῶν πληγῶν.
Ἀφοῦ ἔγραψα τὴν εἰσαγωγήν, μοῦ ἦλθε
αἰφνιδίως μία παράδοξος καὶ ἔμμονος ἰδέα: “ Ὅταν αὐτὸ τὸ βιβλίον θὰ ἔχῃ τε-
λειώσει, θὰ φέρῃ τὸ ὄνομα ἑνὸς ἐπισκόπου”.
Ἀλλὰ διατί; Τί συμβαίνει; Ποίου ἐπισκόπου; Τὸ ἐπαναλαμβάνω, οὐδέποτε εἶχα σκεφθῆ τὴν Ἱερωσύνην, οὔτε τὸ ἐπισκοπικὸν ἀξίωμα. Ἐν τούτοις, μετὰ παρέλευσιν ὀλίγων ἐτῶν, αὐτὴ ἡ παράδοξος καὶ ἀόριστος σκέψις ἔγινε πραγματικότης. Τὸ σύγγραμμά μου, ποὺ κατέστη διάσημον κατόπιν, ἐσχεδίαζα νὰ διαιρέσω εἰς δύο μέρη. Ὅταν ἐτελείωσα τὸ πρῶτον μέρος, ἔγραψα ἐπὶ τοῦ ἐξωφύλλου: “ Ἐπίσκοπος Λουκᾶς. Ἐγχειρίδιον χειρουργίας πυορροουσῶν πληγῶν”, διότι τότε εἶχα πλέον χειροτονηθῆ ἐπίσκοπος. Καὶ ἔγινα ἐπίσκοπος κατὰ τρόπον
ἐντελῶς ἀπροσδόκητον δι’ ἐμέ, μὲ μίαν φανερὰν κλῆσιν τοῦ Θεοῦ.
Εἰς τὴν πόλιν Tachkent (εὑρίσκεται εἰς τὰ παράλια τῆς Κασπίας θαλάσσης), ὅπου ἤμην τότε πρῶτος ἰατρὸς καὶ διευθυντὴς τοῦ Δημοτικοῦ Νοσοκομείου, ἔγινε μία ἐπαρχιακὴ συνέλευσις ὑπὸ τὴν προεδρίαν τοῦ Ἐπισκόπου. Ἔλαβον μέρος εἰς αὐτὴν καὶ ὡμίλησα ἐπὶ σοβαροῦ ζητήματος καὶ πολὺ ἐνθουσιωδῶς. Μετὰ τὸ πέρας τῶν ἐργασιῶν τῆς συνελεύσεως, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἰννοκέντιος μὲ ἐπῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ ἐκάναμε μαζῆ μερικὰ βήματα πέριξ τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ καὶ μοῦ ὡμίλησε διὰ τὴν βαθεῖαν ἐντύπωσιν ποὺ τοῦ ἐπροξένησεν ὁ λόγος μου. Αἴφνης ἐσταμάτησε, καὶ κυττῶντάς με εἰς τὰ μάτια μοῦ εἶπε:
“ Ἰατρέ, πρέπει νὰ γίνῃς ἱερεύς”. Μολονότι μία τοιαύτη σκέψις δὲν μὲ ἀπησχόλει, ἀπεδέχθην τὴν πρόσκλησιν ταύτην διὰ τὴν Ἱερωσύνην, προερχομένην ἐκ τοῦ στόματος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ὡς πρόσκλησιν τοῦ Θεοῦ, καὶ χωρὶς νὰ σκεφθῶ οὔτε μίαν στιγμὴν ἀπήντησα: “Μάλιστα, Σεβασμιώτατε, θὰ γίνω”. Τὴν ἑπομένην Κυριακὴν ἐχειροτονήθην διάκονος· μίαν δὲ ἑβδομάδα ἀργότερον ἱερεύς, καὶ ἐτοποθετήθην ὡς προϊστάμενος τοῦ Καθεδρικοῦ ναοῦ. Εὐθὺς ἀμέσως ἀνέπτυξα μεγάλην δραστηριότητα ὡς Ἱεροκήρυξ, καὶ προήδρευον εἰς θεολογικὰς συνδιαλέξεις. Εἰς συζητήσεις δὲ μετὰ τῶν ἀθέων ἐπετύγχανον συντριπτικὰς νίκας κατ’ αὐτῶν.
Δύο χρόνια καὶ 4 μῆνας ἀργότερα ἔγινα ἐπίσκοπος. Ὁ Κύριος ὡς ἐπίσκοπον μὲ ἐτοποθέτησεν εἰς μίαν μακρυνὴν πόλιν, τὴν Jenssieysk (Ζανσίεϊσκ). Ὅλοι οἱ ἱερεῖς τῆς λαμπρᾶς ταύτης πόλεως μὲ τὸ πλῆθος τῶν ἐκκλησιῶν, ὡς ἐπίσης καὶ ὅλοι οἱ ἱερεῖς τῶν κωμοπόλεων τῆς ἐπαρχίας Κrasnoyarsk (Κρασνογιάρσκ), εἶχον προσχωρήσει εἰς τὴν ζῶσαν Ἐκκλησίαν καὶ εἶχον ταχθῆ μὲ τοὺς νεωτεριστάς…
Εἰς τὴν περίπτωσίν μου ἐπραγματοποιήθησαν οἱ λόγοι τοῦ ἀποστόλου Παύλου: “Οὓς προέγνω, καὶ προώρισε συμ-
μόρφους τῆς εἰκόνος τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, εἰς
τὸ εἶναι αὐτὸν πρωτότοκον ἐν πολλοῖς
ἀδελφοῖς· οὓς δὲ προώρισε, τούτους καὶ
ἐκάλεσε, καὶ οὓς ἐκάλεσε, τούτους καὶ
ἐδικαίωσεν, οὓς δὲ ἐδικαίωσε, τούτους
καὶ ἐδόξασε” (Ρωμ. η΄ 2930)».
Καὶ ὁ πολιὸς ἱατρός ἐπίσκοπος ἐτελείωσεν ὡς ἑξῆς: «Θὰ ἠδυνάμην νὰ σᾶς διηγηθῶ ἀκόμη πολλὰ ἄλλα θαυμαστὰ πράγματα, διὰ τῶν ὁποίων ὁ Κύριος κατηύθυνε τὴν ζωήν μου, ἀλλὰ νομίζω ὅτι αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶπα ἀρκοῦν διὰ νὰ ἀναφωνήσετε μαζῆ μου· Δόξα εἰς τὸν Κύριόν
μας εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
(Βασισμένο σε άρθρο του περιοδικού “ο Σωτήρ” 1 Ιουνίου 2013, τεύχος 2068)”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου