Η μεγάλη του επιθυμία και ο ζήλος που πλημμύριζε την ψυχή του από μικρό παιδί, ήταν ν’ ακολουθήση το δρόμο του Χριστού και να υπηρετήση την Εκκλησία Του. Είχε Πνευματικό του τον εσχάτως ανακηρυχθέντα άγιον Γεώργιον Καρσλίδην, ο οποίος τον καθωδηγούσε και τον προετοίμαζε για την ιερωσύνη.
Όταν ήλθε σε ηλικία γάμου ενυμφεύθη την Μικρασιατικής καταγωγής Μελαχροινή Μητράρα από την Μυτιλήνη, η οποία αργότερα ως πρεσβυτέρα σήκωσε μαζί του τον Σταυρό και ήταν γι’ αυτόν ο καλός Κυρηναίος. Ο Θεός του χάρισε έξι παιδιά. Πέντε αγόρια και ένα κορίτσι.
Στην αρχή εργαζόταν στο εργοστάσιο Σιδηροδρόμων (μηχανουργείο του ΣΕΚ). Όταν ανακοίνωσε στους συναδέλφους του ότι θα γίνη παπάς, τον ειρωνεύοντο, χτυπούσαν τενεκέδες σαν θυμιατήρι και του έκαναν και άλλα πειράγματα, αλλά δεν τον επηρέασαν αυτά. Ο πόθος και η αγάπη του για την ιερωσύνη, ωδήγησαν τα βήματά του στον τότε Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονα Α’ (Παπαγεωργίου). Στον Μητροπολίτη παρουσιάσθηκαν μαζί με τον κουμπάρο του Στέφανο Γιαννουλίδη, που ήθελε κι αυτός να ιερωθή.
Ο Δεσπότης αρχικά ήταν πολύ διστακτικός μέχρι αρνητικός, γιατί, ενώ ήσαν και οι δύο αγνοί και ενάρετοι άνθρωποι, ήταν όμως εντελώς αγράμματοι. Βλέποντας όμως ο Αρχιερεύς την απλότητά τους, την επιμονή τους και τον φλογερό πόθο τους για την ιερωσύνη, άρχισε να προβληματίζεται. Σ’ αυτό πολύ βοήθησε και η μαρτυρία δύο σπουδαίων κληρικών: Του π. Λεωνίδα Παρασκευοπούλου (μετέπειτα Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης) και του π. Φωτίου Σταμοπούλου, του πνευματικού του Ευαγγέλου, που πήγαινε μετά την κοίμηση του οσίου Γεωργίου Καρσλίδη.
Ζήτησε, λοιπόν, ο Δεσπότης να του φέρουν ένα βιβλίο κι έβαλε τους δύο υποψηφίους να διαβάσουν. Αλλά τι να διαβάσουν, αφού δεν ήξεραν γράμματα; Τότε τους λέγει: «Μα εσείς δεν ξέρετε γράμματα. Πώς θα γίνετε παπάδες;». Ο Ευάγγελος τα έχασε. Έσκυψε το κεφάλι μη μπορώντας να πη κουβέντα. Τους έσωσε όμως το θάρρος του Στεφάνου, που απάντησε: «Δέσποτα, όταν πάη κάποιος στην αγορά, βρίσκει και φτηνά ψάρια, βρίσκει και ακριβά ψάρια, αλλά ψάρια είναι και τα δύο. Ε, εμείς είμαστε από τα φτηνά ψάρια». Αυτά τα λόγια έκαμψαν τον Δεσπότη και τους είπε: «Πηγαίνετε να ετοιμάσετε τα ράσα σας».
Ο πατήρ Ευάγγελος φοίτησε στο «Διετές Κατώτερον Εκκλησιαστικόν Φροντιστήριον» της Θεσσαλονίκης και ως ιεροσπουδαστής εχειροτονήθη διάκονος στις 2 Αυγούστου 1952 στον ιερό ναό Αναλήψεως Θεσσαλονίκης και πρεσβύτερος στις 13 Αυγούστου του ιδίου έτους στον Ιερό Μητροπολιτικό ναό Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά από τον βοηθό Επίσκοπο της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης Επίσκοπο Μυρέων κ.κ. Τιμόθεο Ματθαιάκη (τον μετέπειτα Μητροπολίτη Μαρωνείας και Κομοτηνής και μετά ταύτα Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας).
Ο π. Ευάγγελος όχι μόνο έμαθε να διαβάζη, αλλά και να ψέλνη γλυκύτατα και να κηρύττη με απλά λόγια ώστε να μιλά κατ’ ευθείαν στις καρδιές των ανθρώπων.
Αρχικά διωρίσθηκε εφημέριος του ιερού ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Λοφίσκου της επαρχίας Λαγκαδά (τότε η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης ήταν ενιαία), με την εντολή να εξυπηρετή τις θρησκευτικές ανάγκες των χριστιανών των χωριών Αρετής και Δρυμιάς και αργότερα της Μικροκώμης. Λειτουργούσε μία Κυριακή στον Λοφίσκο και μία στην Αρετή. Τότε τα δύο αυτά χωριά αποτελούσαν μία Κοινότητα. (Τα άλλα δύο ήταν μικρά χωριά).
Στην ενορία του Λοφίσκου συνάντησε πολλές δυσκολίες από την πρώτη μέρα που πήγε. Η ψυχρότατη υποδοχή, η πρωτοφανής αδιαφορία και το αφιλόξενο των κατοίκων δεν του έκαμψαν το φρόνημα· τ’ αντιμετώπισε με μεγάλη υπομονή και πολλή αγάπη.
Τόσο πολύ στενοχωρείτο για την θρησκευτική ακαταστασία που υπήρχε εκεί, ώστε εκλονίσθη η υγεία του κι έπαθε έλκος στομάχου. Αυτό τον ωδήγησε να ζητήση από το Μητροπολίτη μετάθεση σε άλλη ενορία. Πράγματι στις 31 Μαΐου 1956 ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης τον απέσπασε στον ιερό ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Πεύκων και στις 23 Ιουνίου του ιδίου έτους τον μετέθεσε στον ιερό ναό αγίου Γεωργίου της Κοινότητος Αγίου Βασιλείου Λαγκαδά, όπου και υπηρέτησε με φόβο Θεού μέχρι τις 30 Ιανουαρίου 1987, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε.
Πλήθος κόσμου ανεπαύετο κάτω από το πετραχήλι του.
Ο Μητροπολίτης Λαγκαδά κ. Σπυρίδων τον αγαπούσε και τον εκτιμούσε ιδιαιτέρως, γιατί ήταν παράδειγμα ιερέως. Άφησε μνήμη αγαθού ανδρός. Ήταν όντως ενάρετος και μοσχοβολούσε αγιότητα.
Τα χείλη του ψέλλιζαν πάντοτε λόγια προσευχής.
Λίγοι άνθρωποι υπήρξαν τόσο ελεήμονες, όσο ο πατήρ Ευάγγελος. Χόρτασε νηστικούς, ξεδίψασε διψασμένους, έντυσε γυμνούς, βοήθησε αρρώστους κι αυτά πάντοτε κρυφά. Ήταν μία πνευματική τράπεζα, τα αγαθά της οποίας εγεύοντο όλοι όσοι τον πλησίαζαν.
Κατά τα έτη ’67-’68, τότε που ο κόσμος είχε φτώχεια και ξενητεύονταν, ένα πιάτο φαγητό ή ένα ρούχο χρησιμοποιημένο είχαν αξία για τους φτωχούς. Ο π. Ευάγγελος πήγαινε στις δώδεκα με μία τα μεσάνυχτα, με τα δέματα στην πλάτη του και τα άφηνε έξω από τις πόρτες των φτωχών οικογενειών που ήξερε στην Θεσσαλονίκη.
Κάποτε κατέβηκε στην αγορά να ψωνίση για την οικογένειά του και είχε στην τσέπη του μόνο 5 δραχμές. Στον δρόμο ένα γεροντάκι του ζήτησε βοήθεια και ο π. Ευάγγελος του έδωσε το τάλληρο. Γύρισε στο σπίτι του χωρίς ψώνια. Η παπαδιά που περίμενε τα ψώνια για να μαγειρέψη, τον ρώτησε πώς γύρισε τόσο γρήγορα και πού είναι τα ψώνια. Της απάντησε: «Ε, παπαδιά μου, τι να σου πω τώρα… άστα μην τα ψάχνης. Άλλη φορά θα ψωνίσω. Τώρα δεν έχω λεφτά». Σε λίγη ώρα χτυπά την πόρτα κάποιος που του ζητουσε να κάνη αγιασμό. Έκανε τον αγιασμό, και ο άνθρωπος του έδωσε 20 δραχμές. «Ταλληράκι έδωσα, εικοσάρικο πήρα», έλεγε χαμογελώντας και ψώνισε για την οικογένειά του.
Ο παπα-Βαγγέλης πήγαινε και ζητούσε από καταστήματα της Θεσσαλονίκης παπούτσια και ρούχα παλαιά που δεν επωλούντο, και τα μοίραζε σε φτωχές οικογένειες της ενορίας του. πήγε και στον Καρύδα (γνωστός μεγαλέμπορος υποδημάτων), αλλά εκείνος δεν τον πολυπίστεψε και είπε ότι θα πάει ο ίδιος την Κυριακή να τα μοιράση με τα χέρια του.
Πράγματι την Κυριακή, μόλις τελείωσε την θεία Λειτουργία, όπως συνήθιζε, χτύπησε την καμπάνα και ήρθαν οι φτωχοί. Ο Καρύδας τους μοίρασε τα παπούτσια και συγκινήθηκε πολύ από την φτώχεια του κόσμου που είδε. Την επόμενη Κυριακή έφερε πάλι καλύτερα παπούτσια και στο εξής έγινε φίλος του π. Ευαγγέλου και πολύ πιστός.
Κάποια φορά ο Καρύδας κοινώνησε και, όταν πήρε αντίδωρο, είδε πάνω του δύο στίγματα από αίμα. Δεν το έφαγε και στο τέλος το έδειξε στον π. Ευάγγελο και ζητούσε μία εξήγηση. Ο π. Ευάγγελος δεν έβλεπε αίμα, ούτε και οι άλλοι...
Τότε του είπε ο π. Ευάγγελος: «Το είδες μόνο εσύ το θαύμα, για να πιστέψης ότι το Αντίδωρο είναι αντί του Δώρου, που είναι η θεία Κοινωνία, αναίμακτος φαινομενικά για την αδυναμία μας, όμως είναι κανονική θυσία. Δίνεται από το χέρι του ιερέως που έκανε τη θυσία. Όλων το Αντίδωρο είναι ίδιο, όμως εσύ είχες την ευλογία να το δης με στίγματα αίματος».
Όταν ήταν εφημέριος στην Αρετή, η πολυμελής οικογένειά του ζούσε μέσα στην φτώχεια. Κάποια μέρα που επέστρεψε στο σπίτι, η πρεσβυτέρα του είπε πως έμειναν από ψωμί και τα παιδιά κλαίνε, γιατί πεινούν. Ο παπα-Βαγγέλης πήγε κατ’ ευθείαν στην Εκκλησία. Γονάτισε μπροστά στην Αγία Τράπεζα και με δάκρυα στα μάτια άρχισε να προσεύχεται. Δεν πρόλαβε να τελειώση την προσευχή και μία χωριανή, που εκείνη την ώρα ξεφούρνιζε, πήγε ένα καρβέλι ψωμί στο σπίτι του παπα-Βαγγέλη. Γι’ αυτό ο ίδιος έλεγε: «Όσο εγώ προσευχόμουν μπροστά στην Αγία Τράπεζα, η γειτόνισσα χτυπούσε την πόρτα του σπιτιού κρατώντας ένα ζεστό ψωμί».
Μία χειμωνιάτικη μέρα πήγε ο παπα-Βαγγέλης με δύο παιδιά του στο Σοχό για δουλειές. Τα παιδιά του περπατούσαν ξυπόλυτα πάνω στα χιόνια. Βλέποντάς τα κάποιος μαγαζάτορας που πουλούσε παπούτσια, τα λυπήθηκε. Φώναξε τον παπά και του έδωσε δύο ζευγάρια παπούτσια για τα παιδιά του. Αυτά χαρούμενα τα φόρεσαν και καμάρωναν για το δώρο τους. Λίγο πιο πέρα είδαν μία γριούλα που κρατούσε από το χέρι το εγγονάκι της, που κι αυτό περπατούσε ξυπόλυτο μέσα στα χιόνια.
Τόσο πολύ το λυπήθηκε ο παπα-Βαγγέλης το παιδάκι, που έβγαλε τα παπούτσια από το ένα παιδί του και τα έδωσε στο ξένο παιδάκι, που τα πήρε με χαρά και τα φόρεσε.
Ο πατήρ Ευάγγελος ήταν ευλογημένος «εκ κοιλίας μητρός», γι’ αυτό και η Παναγία τον αξίωσε να γεννηθή μέσα στο ναό της. Αλλά κι αυτός την ευλαβείτο και την υπεραγαπούσε.
Ήταν άκρως φιλομόναχος και φιλοαγιορείτης.
Μπορεί ο ίδιος να μην είχε να φορέση καινούρια ράσα, αλλά τους Αγιορείτες πατέρες πάντοτε τους εφωδίαζε με ευλογίες.
Η υπερβολική αγάπη του για την Παναγία ωδηγούσε τα βήματά του συχνά στην Πορταΐτισσα της Μονής Ιβήρων, που ήταν το αγαπημένο του μοναστήρι.
Ο παπα-Βαγγέλης ήταν κατ’ εξοχήν άνθρωπος της προσευχής και της ησυχίας. Όταν αξιώθηκε να χτίση σπίτι στον Άγιο Βασίλειο, έκτισε και οικογενειακό Εκκλησάκι που το αφιέρωσε στην αγία Αναστασία την Φαρμακολύτρια. Το Εκκλησάκι αυτό, που ευωδιάζει μέχρι σήμερα, θυμίζει ναούς αγιορείτικων καλυβών. Μέσα εκεί αγρυπνούσε καθημερινά κάνοντας τον κανόνα του, σαν να ήταν μεγαλόσχημος μοναχός. Ακόμα σώζεται δίπλα στο αναλόγιο το ακουμπιστήρι, που χρησιμοποιούσε στις αγρυπνίες του.
Πίσω από το σπίτι του, σε ανεξάρτητο κτίσμα, έκανε ένα δωμάτιο και μία κουζίνα, για να ζη, όπως έλεγε, «κατά μόνας» σε περιόδους νηστείας και όχι μέσα στην πολυκοσμία του σπιτιού του. Το σπιτάκι του στο χωριό το ωνόμαζε Αγία Άννα, διότι έμοιαζε με τα Κελλιά της Σκήτης Αγίας Άννης στο Άγιον Όρος, που τόσο αγαπούσε.
Στην Αρετή υπήρχε παλιά ένα τζαμί, το οποίο οι κάτοικοι είχαν χωρίσει στα δύο. Το ένα μέρος το χρησιμοποιούσαν ως παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου και το άλλο ως Σχολείο. Ο π. Ευάγγελος πήγαινε τακτικά σ’ αυτό το παρεκκλήσι για να κάνη Όρθρο κι Εσπερινό. Πηγαίνοντας, λοιπόν, παραμονή του Ψυχοσάββατου του 1954 μαζί με μία ενορίτισσά του στο ναό για να αφήσουν ένα ψυχοχάρτι, είδαν το ναό φωτισμένο και κάποιον κληρικό να ψέλνη μελωδικότατα στο αναλόγιο, ο οποίος μόλις τους είδε, μπήκε στο Άγιο Βήμα, πήρε τα Τίμια Δώρα, τα ύψωσε στον ουρανό και χάθηκε.
Ο παπα-Βαγγέλη έμεινε άναυδος. Παρακολουθούσε εκστατικός τα δρώμενα. Μπήκε μέσα στο Ιερό για να αφήση το χαρτί. Είδε ότι δεν υπήρχε κανείς. Κατάλαβε ότι ήταν ο άγιος Νικόλαος. Ταράχθηκε πολύ. Έτρεξε αμέσως στο σπίτι του και μόλις μπήκε μέσα, λιποθύμησε. Όταν αργότερα συνήλθε, δεν μπορούσε να μιλήση. Για τρεις ημέρες είχε χάσει την φωνή του.
Του έμεινε μόνιμα ένα μικρό τσέβδισμα, για να του θυμίζη πάντα ότι με τα ίδια του τα μάτια είδε υπερφυσικές καταστάσεις.
Μία χρονιά ο παπα-Βαγγέλης με τον κουμπάρο του τον παπα-Στέφανο πήγαν στους Αγίους Τόπους. Την ημέρα που πήγαν στον Πανάγιο Τάφο, θα λειτουργούσε ο ίδιος ο Πατριάρχης κ.κ. Βενέδικτος πάνω στο Ζωοδόχο Τάφο του Κυρίου μας. Υπήρχαν χιλιάδες προσκυνητές μεταξύ των οποίων και πολλοί κληρικοί. Με πολύ πόθο και αγωνία στρέφεται ο πατήρ Ευάγγελος προς τον πατέρα Στέφανο και του λέει: «Αχ, παπα-Στέφανε, να μπορούσαμε να λειτουργήσουμε κι εμείς μαζί με τον Πατριάρχη πάνω στον Πανάγιο Τάφο!».
Δεν πρόλαβε να τελειώση τα λόγια του και γυρίζοντας προς αυτούς ο Πατριάρχης και δείχνοντάς τους με το χέρι του τους λέει: «Εσύ κι εσύ ελάτε να λειτουργήσετε μαζί μου». Χαράς ευαγγέλια και για τους δύο ευλαβέστατους πατέρες. Όταν ανεφέρετο σ’ αυτό το γεγονός ο π. Ευάγγελος έλεγε με καμάρι: «Μεγάλη ευλογία. Μας διάλεξε ο Πατριάρχης ανάμεσα από τόσους ιερείς, για να λειτουργήσουμε μαζί του πάνω στον Πανάγιο Τάφο». Γι’ αυτό και στο σπίτι του, σε περίοπτη θέση, είχε μια μεγάλη φωτογραφία του μακαριστού Πατριάρχου, για να του θυμίζη πάντοτε αυτήν την μεγάλη ευλογία.
Ο π. Ευάγγελος λειτουργούσε συχνά. Συνήθιζε, όταν λειτουργούσε, να φορά λιτά άμφια και μάλιστα πολλές φορές διαφορετικού χρώματος. Δηλαδή, άλλο χρώμα στιχάρι, άλλο χρώμα πετραχήλι, άλλο φελόνιο κλπ.
Κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας απέφευγε να μιλά. Ιδίως μετά τον καθαγιασμό, κρατούσε σιωπή και είχε βαθειά κατάνυξη.
Την ώρα που κοινωνούσε αναλυόταν σε δάκρυα. Προσπαθούσε να μην καταλάβουν οι άλλοι ότι έκλαιγε, αλλά καθώς σκούπιζε τα δάκρυα γινόταν αντιληπτός. Όταν τον ρωτούσε κάποιος: «Πάτερ, κλαις;», απαντούσε: «Όχι, παιδί μου. Φαίνεται κάποιο σκουπιδάκι μπήκε στο μάτι μου». Αυτή η απάντηση επανελαμβάνετο συνεχώς.
Οπότε μία φορά του είπε: «Πάτερ, σε κάθε Λειτουργία όλο σκουπιδάκια μπαίνουν στα μάτια σου;». Τότε ο ευλογημένος αυτός λειτουργός του Υψίστου χαμογέλασε και κατακόκκινος έσκυψε το κεφάλι του.
Ποιος ξέρει τι θείες καταστάσεις και εμπειρίες είχε, ή τι έβλεπε κατά την ώρα του «Πρόσχωμεν» και έκλαιγε πάντοτε μετά πολλών δακρύων!...
Είχε και μία καλή ιερατική στολή, την οποία κρατούσε για την ημέρα του θανάτου του, και πάντοτε έλεγε: «Όταν πεθάνω, να μου φορέσετε ολόκληρη τη στολή κι όχι μόνο το πετραχήλι...
...Εκεί πάνω που θα πάω, δεν θα πάω για αγιασμό αλλά για λειτουργία».
συνέχεια στο 2ο μέρος
πατήρ Ευάγγελος Χαλκίδης ~ Ένας ασκητής Ιερέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου